αναχωρώ — αναχωρώ, αναχώρησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναχωρώ — (AM ἀναχωρῶ, έω) απομακρύνομαι, φεύγω από κάπου για να πάω σε άλλον τόπο, αποχωρώ από κάπου για να μεταβώ αλλού, ξεκινώ μσν. παραμερίζω, αφήνω σε κάποιον το προβάδισμα αρχ. μσν. 1. αποχωρώ, αποσύρομαι 2. απομακρύνομαι από την κοινωνική ζωή για να … Dictionary of Greek
ἀναχωρῶ — ἀναχωρέω go back pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀναχωρέω go back pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀναχωρέω go back pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀναχωρέω go back pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοίτη — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τάφος». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το γοτθ. (af) leipan «αναχωρώ», το αρχ. άνω γερμ. lidan «αναχωρώ», τα αρχ. νορβηγικά leiδa «οδηγώ, ενταφιάζω» και leiδi «τάφος», ίσως δε και με το αβεστ. raēθ «φεύγω,… … Dictionary of Greek
μεταπατώ — μεταπατῶ (Μ) 1. αναχωρώ εκ νέου, μεταβαίνω σε άλλο μέρος 2. αναχωρώ έφιππος, ιππεύω … Dictionary of Greek
μετοίχομαι — (Α) 1. πηγαίνω να βρω κάποιον ή πηγαίνω να προσκαλέσω ή να πάρω κάποιον μαζί μου 2. επιζητώ ή επιδιώκω κάτι 3. ορμώ, επιτίθεμαι, καταδιώκω 4. διέρχομαι, περνώ 5. φεύγω συνοδευόμενος από κάποιον 6. αναχωρώ από έναν τόπο για να πάω σε άλλον.… … Dictionary of Greek
μισεύω — και μισσεύω και μισεύγω (Μ μισεύω και μισσεύω και μισεύγω) 1. (γενικά) αναχωρώ από έναν τόπο 2. (ειδικά) αποδημώ, εκπατρίζομαι, ξενιτεύομαι («σαν τούς αποχαιρέτησε κι εμίσσευγε», Ερωτόκρ.) 3. εγκαταλείπω κάποιον αβοήθητο 4. απομακρύνομαι, φεύγω,… … Dictionary of Greek
προεξοδεύω — Α αναχωρώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξοδεύω «αναχωρώ, φεύγω»] … Dictionary of Greek
συνεξοδεύω — Α 1. αναχωρώ μαζί ή συγχρόνως με κάποιον 2. συνοδεύω πομπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξοδεύω «βγαίνω και πορεύομαι, αναχωρώ, φεύγω»] … Dictionary of Greek
υπάπειμι — Α 1. αναχωρώ, αποχωρώ σιγά σιγά ή κρυφά 2. μτφ. υπερβαίνω μια ορισμένη ηλικία («ἐφήβου ἄρτι ὑπαπῄει», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἄπειμι (ΙΙ) «απέρχομαι, αναχωρώ, υποχωρώ»] … Dictionary of Greek